- εξαλείφομαι
- εξαλείφομαι, εξαλείφθηκα (σπάν. εξαλείφτηκα) βλ. πίν. 14
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
σβέννυμι — και σβεννύω ΜΑ σβήνω (α. «ἐγώ σε ἐνταῡθα τῷ ἐσβεσμένῳ πυρὶ κατακαύσω», Αγαθ. Ιστ. β. «ἀμελήσαντες σβεννύναι τὸ καιόμενον», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σχετικά με υγρό ή ρευστό) κάνω κάτι να ξεραθεί, να πήξει («ἡ Μηδικὴ πόα σβέννυσι τὸ γάλα», Αριστοτ.) 2.… … Dictionary of Greek
απογίνομαι — (AM ἀπογίνομαι κ. γίγνομαι) μσν. νεοελλ. 1. (για γεγονός) εξαλείφομαι, παρέρχομαι 2. (για γεγονός ή πράγμα) παίρνω έκβαση, καταλήγω 3. (για πρόσωπο) καταντώ 4. απρόσ. συμβαίνει νεοελλ. 1. φθείρομαι, καταστρέφομαι 2. χειροτερεύω αρχ. 1. βρίσκομαι… … Dictionary of Greek
διαπνέω — (Α διαπνέω) 1. (για τον αέρα) πνέω, φυσώ, μετακινούμαι από ένα σημείο σε άλλο 2. (για φυτά, ζώα, ανθρώπους) αναπνέω από τους πόρους τού σώματος νεοελλ. 1. εμπνέω, παρακινώ, παρορμώ 2. παθ. διαπνέομαι διακατέχομαι από κάποιο συναίσθημα… … Dictionary of Greek
εναφανίζω — ἐναφανίζω (Α) 1. ενεργ. χάνω, αποβάλλω («νεότητα ἐναφανίσας ταῇ ματαιοπονίᾳ», Βασίλ.) 2. (συνηθέστ. το μέσ.) εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι μέσα σε κάτι («οὐ παντάπασιν αὐταῇ τὸ φιλάδελφον ἐνηφανίσθη», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
καθαρίζω — (AM καθαρίζω) [καθαρός] 1. κάνω κάτι καθαρό, απαλλάσσω κάτι από τον ρύπο, από τη βρομιά, παστρεύω, σκουπίζω («καθαρίζω το σπίτι») 2. απαλλάσσω έναν τόπο από ξένον ή παρείσακτο 3. εξαγνίζω («και ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καθάρισον καρδίαν», ΠΔ) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
καταστορέννυμι — (AM) μσν. καταστρώνω, εξαπλώνω αρχ. 1. εκτείνω, απλώνω κάτι από πάνω, καλύπτω, σκεπάζω με κάτι 2. στρώνω κάτι πάνω σε μια επιφάνεια 3. ξαπλώνω καταγής κάποιον, σκοτώνω κάποιον 4. (για θάλασσα) καταπραΰνω, καταπαύω τα κύματα 5. μτφ. καθιστώ κάτι… … Dictionary of Greek
λησμονώ — έω και άω και αλησμονώ (Μ λησμονῶ, έω και ἀλησμονώ) [λήσμων] 1. ξεχνώ ένα γεγονός ή ένα πράγμα, παύω να θυμάμαι, μού διαφεύγει κάτι («λησμόνησα τη διεύθυνση τού σπιτιού σου») 2. αμελώ ή παραβαίνω ανειλημμένο καθήκον ή υποχρέωση («λησμόνησε πάλι… … Dictionary of Greek
ξεβαίνω — (Μ ξεβαίνω και ἐξεβαίνω και ἐξηβαίνω) βγαίνω από κλειστό σε ανοιχτό χώρο μσν. 1. βγαίνω από τη φυλακή, αποφυλακίζομαι 2. απελευθερώνομαι 3. αποβιβάζομαι 4. φεύγω από κάποιον χώρο, αναχωρώ, απομακρύνομαι 5. αποχωρώ από εκδήλωση ή δραστηριότητα 6.… … Dictionary of Greek
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
προαποσβέννυμαι — Α 1. σβήνομαι εκ τών προτέρων ή σβήνομαι πρώτος 2. μτφ. α) εξοντώνομαι, εξαλείφομαι προηγουμένως β) πεθαίνω πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποσβέννυμαι «εκλείπω, εξασθενώ, αφανίζομαι, πεθαίνω»] … Dictionary of Greek